σφήκα

σφήκα
σφήκᾱ , σφῆκος
strings
neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… …   Dictionary of Greek

  • σφήκα — η είδος εντόμου: Τον τσίμπησε μια σφήκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφῆκα — σφήξ wasp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφῆκ' — σφῆκα , σφήξ wasp masc acc sg σφῆκε , σφήξ wasp masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

  • σφηκείον — τὸ, Α έντομο που έχει κεντρί όπως η σφήκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + κατάλ. εῖον (πρβλ. σφαγ εῖον)] …   Dictionary of Greek

  • σφηκός — ή, όν, Α 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • σφηκώδης — ῶδες, ΜΑ [σφήξ, ηκός] 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα 3. φρ. «στίχος σφηκώδης» (μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ψευδόσφηξ — ηκος, ὁ Α έντομο που μοιάζει με σφήκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + σφήξ «σφήκα»] …   Dictionary of Greek

  • βεσπίδες — (vespidae). Οικογένεια υμενοπτέρων κεντροφόρων εντόμων, με κυριότερο εκπρόσωπό τους τη βέσπη, που συγχέεται από πολλούς με τη σφήκα. Οι β. κατασκευάζουν τις φωλιές τους στα κλαδιά των δέντρων, στις άκρες της στέγης των σπιτιών ή σε τρύπες στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”